ῥαπτική

ῥαπτική
ῥαπτικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραπτική — η, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ῥαπτικῇ — ῥαπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτα — Αραιό στρώμα βαμβακιού που έχει και στις δύο πλευρές του επίχρισμα ξερής κόλλας και χρησιμοποιείται στη ραπτική για υπόθεμα ενδυμάτων και αντρικών καπέλων. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική watte ή τη γαλλική ouate. Η β. κατασκευάζεται με ειδική …   Dictionary of Greek

  • ραπτικός — ή, ό / ῥαπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, ή, ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης] το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική η τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά τα… …   Dictionary of Greek

  • SATORIA — Graece ἡ ραπτικὴ, et Textoria, Graece ἡ ὑφαντικὴ, praecipuae sunt Artium, quae circa vestes conficiendas occupantur. Nam ἡ ἀκεςτικὴ, quae et ἡπητικὴ, non conficit vestes, sed tantum iam veteres et usu tritas reficit: quod eiusdem Artis non esse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… …   Dictionary of Greek

  • καμπούρι — το [καμπούρης] (στη ραπτική) ξύλινο κυρτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα τών καμπύλων μερών τών ανδρικών ρούχων …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μεζούρα — η 1. μέτρο που χρησιμοποιούν στη ραπτική 2. μικρό δοχείο για τη μέτρηση στερεών και υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”